αναστενάζω
(ρ.)
αναστενάζω
[anasteˈnazo]
Ανακ., Σινασσ.
αναστανάζου
[anastaˈnazu]
Μισθ.
'νεστενάζω
[nesteˈnazo]
Φάρασ.
αναστενώ
[anasteˈno]
Ανακ., Μαλακ.
Αρχ. ρ. ἀναστενάζω. Ο τύπ. αναστενώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώ.
Αναστενάζω
ό.π.τ.
:
Ε τόστη, π͑ώτς 'νεστενάζεις τσαι κάθεσαι;
(Ε φίλε, γιατί αναστενάζεις διαρκώς;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Αναστανάζου ογώ αααχ
(Αναστενάζω εγώ αχ)
Μισθ.
|| Ασμ.
Τι κλαις, τι κλαις, Καλή Λαμπρή, τι κλαις και αναστενάζεις;
((Τι κλαις, τι κλαις, καλή Λαμπρή, τι κλαις και αναστενάζεις;) (Από άσμ. των Φώτων) ) Ανακ. -Κωστ.Α. Για σήκ' απάνω νύφη μου και μη αναστενάζεις ((Για σήκω απάνω νύφη μου και μην αναστενάζεις)) Σινασσ. -Αρχέλ. Τα παλληκάρια σ̑αίρονdαι κι οι γιόρ' αναστενούνε ((Τα παλληκάρια χαίρονται και οι γέροι αναστενάζουν)) Ανακ. -Παχτ. Συνών. αχλαντίζω, οφλαντίζω
((Τι κλαις, τι κλαις, καλή Λαμπρή, τι κλαις και αναστενάζεις;) (Από άσμ. των Φώτων) ) Ανακ. -Κωστ.Α. Για σήκ' απάνω νύφη μου και μη αναστενάζεις ((Για σήκω απάνω νύφη μου και μην αναστενάζεις)) Σινασσ. -Αρχέλ. Τα παλληκάρια σ̑αίρονdαι κι οι γιόρ' αναστενούνε ((Τα παλληκάρια χαίρονται και οι γέροι αναστενάζουν)) Ανακ. -Παχτ. Συνών. αχλαντίζω, οφλαντίζω