αναστέναγμα
(ουσ. ουδ.)
αναστέναγμα
[anaˈstenaɣma]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ἀναστέναγμα.
Αναστεναγμός
:
|| Ασμ.
Με δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλαίτα τα κόλλησα,
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι το πάτησα ((Με δάκρυα τα ζύμωνα (ενν. τα ψωμιά),
με κλάματα τα φούρνισα, και με αναστεναγμούς τα πατίκωσα στο δισάκκι)) Σινασσ. -Lag. Συνών. ανασασμός :2, οφλάντημα
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι το πάτησα ((Με δάκρυα τα ζύμωνα (ενν. τα ψωμιά),
με κλάματα τα φούρνισα, και με αναστεναγμούς τα πατίκωσα στο δισάκκι)) Σινασσ. -Lag. Συνών. ανασασμός :2, οφλάντημα