γεγένι
(ουσ. ουδ.)
γεγέν'
[ʝeˈʝen]
Μαλακ., Μισθ.
γεέν'
[ʝeˈen]
Ουλαγ.
Πληθ.
γεένια
[ʝeˈeɲa]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. yeğen = ανιψιός -α.