ασάς
(ουσ. αρσ.)
ασάς
[aˈsas]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. asâ (< αραβ. ʿaṣā) = α) ραβδί β) μπαστούνι γ) σκήπτρο.
Ποιμαντορική ράβδος επισκόπου