ασήμωμα
(ουσ. ουδ.)
ασήμωμα
[aˈsimoma]
Ποτάμ.
ασ̑ήμωμα
[aˈʃimoma]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. ἀσήμωμα (βλ. Λεξ. Δουκ., λ. ἀσήμι), το οπ. από το ρ. ασημώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Προσφορά ασημένιου τάματος
Ποτάμ.
:
Ν’ ασημώσουμ’ τ’ Άι-Μηνά, να το περάσομ’ ένα στέφανο, ένα ασήμωμα
(Να ασημώσουμε (την εικόνα) του Αγίου Μηνά, να βάλουμε στον άγιο ασημένιο φωτοστέφανο)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
2. Το πρώτο πλύσιμο του νεογέννητου από την μαμμή, οπότε και ρίχνουν ασημένια κέρματα στο νερό για φιλοδώρημα
Αραβαν.