ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασήμωμα (ουσ. ουδ.) ασήμωμα [aˈsimoma] Ποτάμ. ασ̑ήμωμα [aˈʃimoma] Αραβαν. Νεότ. ουσ. ἀσήμωμα (βλ. Λεξ. Δουκ., λ. ἀσήμι), το οπ. από το ρ. ασημώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Προσφορά ασημένιου τάματος Ποτάμ. : Ν’ ασημώσουμ’ τ’ Άι-Μηνά, να το περάσομ’ ένα στέφανο, ένα ασήμωμα (Να ασημώσουμε (την εικόνα) του Αγίου Μηνά, να βάλουμε στον άγιο ασημένιο φωτοστέφανο) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326
2. Το πρώτο πλύσιμο του νεογέννητου από την μαμμή, οπότε και ρίχνουν ασημένια κέρματα στο νερό για φιλοδώρημα Αραβαν.