ασίνιαστος
(επίθ.)
ασ̑ίνιαστου
[aˈʃiɲastu]
Μαλακ.
Από το στερητ. πρόθμ. α-, το ρ. σινιάζω (θ. σινιασ-) και το παραγωγ. επίθμ. -τος.
Ακοσκίνιστος