ασιλάτημα
(ουσ. ουδ.)
ασ̑ιλάτημα
[aʃiˈlatima]
Φάρασ.
ασ̑'λάτημα
[aˈʃlatima]
Μαλακ.
ασ'λάιμα
[aˈslaima]
Μισθ.
Από το ρ. ασιλατίζω, όπου και τύπ. ασ̑ιλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Μπόλιασμα
ό.π.τ.