ασκάλ
(ουσ. ουδ.)
ασ̑κάλ
[aˈʃkal]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. eşkâl (< αραβ. aşkāl) = εμφάνιση, περιγραφή.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου