ασάλευτος
(επίθ.)
'σάλευτο
[ˈsalefto]
Φάρασ.
Αρχ. επίθ. ἀσάλευτος = α) αμετακίνητος β) σταθερός (για μυαλό). Η σημ. 1 μετάγν.
1. Ασάλευτος, ακίνητος
2. Φρόνιμος