ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπορώ (ρ.) μπορώ [boˈro] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φερτάκ. πορώ [poˈro] Αξ., Σατ., Σίλατ. πορού [poˈru] Ουλαγ. πουρώ [puʹro] Σίλ. πουρού [puˈru] Σίλ. γ' Εν. μπορ' [bor] Μισθ. μπο' [bo] Μισθ. μο' [mo] Σεμέντρ., Τσαρικ. 'ορεί [oˈri] Μισθ. Παρατατ. μπόρεινα [ˈborina] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. πόρεινα [ʹporina] Σίλ. πούρ'να [ʹpurna] Σίλ. πουρουνόντζ̑ισκα [puruʹnontʒiska] Σίλ. μπόρισκα [ˈboriska] Αραβ., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Τσαρικ., Τσελτ., Φερτάκ. μπόρισ̑κα [ˈboriʃka] Ανακ., Αραβαν. μπόριξα [ˈboriksa] μπόρ’ζα [ˈborza] Αξ., Φλογ. μπόρεινκα [ˈborinka] Φάρασ. μπόρεινgα [ˈboringa] Σατ. πορείνκα [poˈrinka] Σατ., Φάρασ. μπόρ’κα [ˈborka] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. πόρ'κα [ˈporka] Σατ., Φάρασ. ούσ̑κα [ˈuʃka] Τελμ. Αόρ. πόρεσα [ˈporesa] Φάρασ. εμπόρ'σα [emˈborsa] Αξ. μπόρ'σα [ˈborsa] Αραβαν., Σίλατ., Τσαρικ., Φλογ. πόρ'σα [ʹporsa] Ουλαγ. μπούρ'σα [ˈbursa] Μισθ. μόρ'σα [ˈmorsa] Αξ. πόρησα [ˈporisa] Σίλ. πούρ'σα [ˈpursa] Σίλ. Αόρ. Υποτ. μπορέσω [boˈreso] Αραβαν., Φάρασ., Φλογ. πορόεις [poˈrois] Τελμ. Μεσν. ρ. ἠμπορῶ, το οπ. από το αρχ. εὐπορῶ. Ο τύπ. μπορώ νεότ., στο Λεξ. Βλάχ.
1. Διαθέτω τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις, την ικανότητα για να κάτι, μπορώ, καταφέρνω να κάνω κάτι ό.π.τ. : Μούχτησε το τζεφάλι σο πιθάρι, έφαγε το κεπέκ, 'στέρο τζ̑ο πόρ'κε να βγάλει το τζεφάλι (Έχωσε (ενν. το μοσχάρι) το κεφάλι του στο πιθάρι, έφαγε το πίτουρο, ύστερα δεν μπορούσε να βγάλει το κεφάλι) Καππ. -Lag. Εκού ντεν μπορού να πόω (εκεί δεν μπορώ να πάω) Ουλαγ. -Κεσ. Ρο πουρού να υπάου (δεν μπορώ να πάω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κὠσταγινε, ντεμ μπορούμ’ να το πσάσουμ’ και να το ντέσουμ’ (Κωνσταντίνε, δεν μπορούμε να το πιάσουμε και να το δέσουμε (ενν. το μαντήλι) ) Αξ. -Μαυροχ. Ετιά σο κӧσ̑κέρ είπαν γκι: «Ετό πορείς ράφτεις το μι;» (Και είπαν στον τσαγκάρη «Αυτό μπορείς να το ράψεις»;) Σίλατ. -Dawk. Σε σάλ’σαν σ’ ένα μπατάχ τόπος, και άλλο ντε να πορόεις νάρτσ̑εις (Σε έστειλαν σε έναν βαλτότοπο, και δεν θα μπορέσεις πια να επιστρέψεις) Τελμ. -Dawk. Ντέν μορσεν να το πσ̑άσ̑’ πσίκα (Δεν μπόρεσε να πιάσει την γάτα) Αξ. -Dawk. Ρο πουρ’ να του καταφτἀσου (Δεν μπορώ να τον προφτάσω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τζο πόρ’καν να κρατήσουν το σολούχι τουν 'σ' τη βρώμα του φερίνgιν άνεμους (οι άλλοι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν την αναπνοή τους από την βρώμα που έφερνε ο άνεμος) Σατ. -Παπαδ. Εξήγησες το Ευαγγέλιο αούτζι κι, 'γώ πάλι τζ̑ο πορήνgα ν’τα πασαρέψω (Εξήγησες το Ευαγγέλιο έτσι που ούτε κι εγώ θα μπορούσα να τα καταφέρω) Σατ. -Παπαδ. Το ασθενάρ ντεν μπόρισκεν να κουνήσ’ το λαιμό τ’ ούτε ασ' σο ντεξιά ούτε ασ’ σο άλλο μεριά (Ο ασθενής δεν μπορούσε να κουνήσει το λαιμό του ούτε δεξιά ούτε από την άλλη μεριά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Δε μπόρ’σαμ' να χιωρήσουμ' δου όργου μας (Δεν μπορέσαμε να τελειώσουμε τη δουλειά μας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'τουν ντέν μπόριξι κανείς να χέσ’, σ̑άνιξαμ’ ντου κλύσμα (όταν δεν μπορούσε κάποιος να ενεργηθεί τον κάναμε κλύσμα) Μισθ. -Κοτσαν. Να ντου φκιάσ’ ντο μπορίσ̑κιν (να το φτιάξει δεν μπορούσε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντετσιού ντε μπόρ’σαν να βγάλνε παράϊα απ’ αλλού (δεν μπόρεσαν να βγάλουν λεφτά από αλλού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Χεχού χ̇έλημα, τι πορούμ’ και σ̑άνουμ’; (Θεού θέλημα, τι μπορούμε να κάνουμε) Αξ. -Μαυροχ. Ντέ μο να ντα ειbούμ' (Δεν μπορούμε να τα πούμε) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Μπορεί στείλ' το ση μάνα τ' (Μπορεί να τη στείλει στην μάνα της, ενν. τη νύφη) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Δεν εμbόρ’σεν να πάει ’γιώρτα ’κείρτα το γουρούν’ (Δεν μπόρεσε να πάει προς τα εδώ και προς τα εκεί το γουρούνι) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Κάιρι σ̑ύρετε παιγιά μ’, γιαυτό σας μπορείτε να κεζιντάτε (Πηγαίνετε, παιδιά μου, από δω κι εμπρός μπορείτε να τα βγάλετε πέρα μόνα σας) Φερτάκ. -Αρχέλ. Κείται βαρύ το σανdι̂́χ’· π’σίκα dε μόρ’σεν να το φορτωχεί το σανdι̂́χ’ (Είναι βαρύ το σεντούκι· η γάτα δεν μπόρεσε να το φορτωθεί το σεντούκι) Αξ. -Dawk. Εκείνο σ̑ηκώθην να πορπατήσ̑, δεν μπόρ’σεν (Εκείνος σηκώθηκε να περπατήσει, δεν μπόρεσε) Σίλατ. -Dawk. Δε μπόρισκαμ’ να βρούμε το χωριό, γιατί ήταν μεγάλο μέρος (Δεν μπορούσαμε να βρούμε το χωριό, γιατί ήταν μεγάλος ο τόπος) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Απέσω δεν μπόρ’ζαν να μούνε, ήταν κλειδωμένα (Μέσα δεν μπορούσαν να μπούνε, ήταν κλειδωμένα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σ̑ύρε και ρίψε το ’ς ένα καλό ντουζάχ’ και άλλο μη πορεί να έρτσ̑’ (Πήγαινε και ρίξε τον σε μιά καλή παγίδα για να μην μπορέσει να ξαναέρθει) Τελμ. -Dawk. Το μέγο σ’ η κόρη φκακώνει τζ̑αι λέ’ ’τι τζ̑ο πορεί να νά ’ρτει (Η μεγάλη σου κόρη πλάθει ψωμί και λέει ότι δεν μπορεί να έρθει) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ταπέσ’ τζ̑ο ερχούτουν τ’ Άε Νικόλα τζ̑ο μπορείνκες να ιδείς α γαρνό σερνικό με θελυκό ντάμα, ήσαντε χωρίς (Αν δεν ερχόταν του Αγίου Νικολάου, δεν μπορούσες να δεις ούτε ένα αγριοκάτσικο αρσενικό με θηλυκό μαζί, ήταν χωριστά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντα τσαμούρια τσειόδαν τσ̑ααζά, μιά α πτέρια dεν μπόρισκαμ’ να πουρπαΐσουμ’ όχι μι δα αυτοκίνητα (Οι λάσπες ήταν μέχρι εδώ, (ούτε) με τα πόδια δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε, όχι με τα αυτοκίνητα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ξέρασανε dου αβτζ̑η-Μουράτη dα σ̑έρε, τζ̑ο μπόρ’κε να σηκώσει τουφάνκι σα δισώμε του (Ξεράθηκαν του Μουράτ του κυνηγού τα χέρια, δεν μπορούσε να σηκώσει τουφέκι στους ώμους του) Φάρασ. -Dawk. Ήτον κρημνός και δεν πααίνισκαμ’, ένα νέο παιδί μπόρισκε και ανέβαινε (Ήταν γκρεμός και δεν πηγαίναμε, (μόνο) ένα νέο παιδί μπορούσε να ανέβει) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χωρίς βαβά μου, μαμάς μου τ’ ιζίνι ρε πουρού να ποίσου ένα σ̑έι εγώ (Χωρίς την άδεια του πατέρα μου και της μητέρας μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Τα κορίτσε ινισκούσαντε τζ̑αι 50 τζ̑αι 60 χρονώ, τζ̑ο μπορείνκαν να μιλούν (Οι κοπέλες γίνονταν και 50 και 60 χρονών και δεν ήξεραν να τα μιλούν (τα Τουρκικά)) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Α bορέσω, αν dα τανdήσω (Αν μπορέσω, θα την αρπάξω, ενν. τη νύφη) Φάρασ. -Dawk. Εγώ dόμ μπουρ’σα να του πάρου· εσ̑ύ τί’αλα dου πήρις; (Εγώ δεν μπόρεσα να την πάρω (ενν. την νύφη)· εσύ πώς την πήρες;) Μισθ. -Dawk. Αν σας πιάσ̑’νε, να σας σκοτώσ̑’νε· αμ μπορέσετε να φύγετε, αούτσ̑α αμέdε, αν gι μπορέσετε να φύγετε, με παίνετε (Αν σας πιάσουν, θα σας σκοτώσουν· αν είστε ικανοί να ξεφύγετε, τότε πηγαίνετε, αν δεν είστε ικανοί να ξεφύγετε, μην πηγαίνετε) Φλογ. -Dawk. Ντέμ μπουρούμ’ να ο χαλάσομ’, ως το βραΰ τσαπαλαdούμ’ σαbαχτάν νίσκεται dα’ά gαλι̂́ν (Δεν μπορούμε να το ρίξουμε (το δέντρο), ως το βράδυ προσπαθούμε, το πρωί γίνεται πιο χοντρό) Ουλαγ. -Κεσ. Στο γαρανλίκ ρεν πουρήσαμι να ναύρωμι χωριού τση στράτα (Μέσα στο σκοτάδι δεν μπορέσαμε να βρούμε το δρόμο του χωριού) Σίλ. -Αρχέλ. || Φρ. Χιτάς χιτάς, αν γκάκι τζ̑ο πορείς να φας (τρέχεις τρέχεις, ένα σκατό δεν μπορείς να φας˙ για όσους βρίσκονται σε φούρια αλλά είναι αναποτελεσματικοί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Θεός ἐλ’σεν τα ουσ̑κούρα τ’ και δεν μπορεί να τα μαζέψ’ (ο Θεός έλυσε τα βρακοζώνια του και δεν μπορεί να τα μαζἐψει˙ για μεγάλη βροχόπτωση) Ανακ. -Κωστ.Α. Ούτε το γαϊdούρ' ντε μπορ' να καλέψ' (ούτε γαϊδούρι δεν μπορεί να καβαλικέψει˙ ως κοροϊδία σε ανεπρόκοπη γυναίκα) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Να μη ιδρώσ’ ο κως σου, έργον τζ̑ο πορείς να ιδείς (αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, έργο δεν μπορείς να δεις˙ ένα έργο απαιτεί πολύ μόχθο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ένα αβούτσι α’ν τζ̑είνο το στσ̑υλί, του ‘αλεί πολύ τσ̑αι τζ̑ο μπορεί να δάτσ̑ει (ἐνας τέτοιος, σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ και δεν μπορεί να δαγκάσει˙ για άνθρωπο που απλώς απειλεί χωρίς όμως να πραγματοποιεί τις απειλές του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σαράνdα λα’ους σ’ ένα γαζάν τσ̑είδι κόσμους. Πιάσι ένα λά’ους. Μι τἔνα λά’ους δεν bορ’ να ντου σ̑ηκώσεις (σαράντα χερούλια σε ένα καζάνι είναι ο κόσμος. Πιάσε ένα χερούλι. Με το ένα χερούλι δεν μπορεί να το σηκώσεις˙ για την αξία της ενότητας σε συλλογικό έργο) Μισθ. -Κωστ.Μ. ο λίγο αν ντεν έν-νεις γαΐλης, το πολύ ντεν μπoρείς να το εύρεις (στο λίγο αν δεν αρκεστείς, το πολύ δεν μπορείς να το βρεις˙ (πρέπει να είμαστε ολιγαρκείς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τα ντεν μπoρείς να φας τα σκατά με κάχεσαι ‘ς το κεφάλι τ’νε (Αν δεν μπορείς να φας τα σκατά μην κάθεσαι κοντά τους˙ μην καταπιάνεσαι με αδύνατα πράγματα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα ντεν μπoρείς να ντάκεις το χέρ’, φίλα το (Το χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις, φίλησέ το˙ αν δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις κάποιον, τότε συμβιβάσου και συνεργάσου μαζί του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πόλ’ να χάλανεν, Ζάνζαμα dου φκιάισ̑κιν, Ζάνζαμα να χάλανεν, Πόλ’ να dου φικιάσ’ dο μπόρισ̑κιν (Αν καταστρεφόταν η Πόλη τα Ζάνζαμα θα την ξανάφτιαχναν, αν καταστρέφονταν τα Ζάνζαμα, η Πόλη δεν θα μπορούσε να τα ξαναφτιάξει· υπερβολή για να τονιστεί το μέγεθος και η σημασία του χωριού Ζάνζαμα˙ υπερβολή για να τονιστεί το μέγεθος και η σημασία του χωριού Ζάνζαμα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Σε αρνητικές προτάσεις, αντέχω ό.π.τ. : Το γαχίρι τ’νε ντεν μπορώ να το ταυρήσω άλλο (το βάσανό τους δεν μπορώ να το υποφέρω άλλο) Αξ. -Μαυροχ. Ντέ μπόριξι ντου πολύ ζέστους ντετσ̑ού κάτ’ (Δεν μπορούσε την πολύ ζέστη εκεί κάτω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ
3. (να/θα + Παρατατικός), πιθανώς να κάνω κάτι, υπάρχει η δυνατότητα ή η πιθανότητα να κάνω κάτι ό.π.τ. : Αν μπορέσετε, να φύγετε (αν μπορέσετε να φύγετε) Φλογ. -Dawk. Σ’ ούλ-λο τον γκόσμο ούτσ̑α όμορφο παλληκάρ’ να αράdιζες ντεν μπορινες να εύρεις (σε όλο τον κόσμο έτσι όμορφο παλληκάρι να έψαχες, δεν θα μπορούσες να βρεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μέρα νύχτα ατό ’ναι ντο ντέρντι μ’, ιμιάς να πόρ’σα γκαι να πήα (μέρα νύχτα αυτός είναι ο καημός μου, να μπορούσα να πήγαινα) Ουλαγ. -Κεσ. Ο μπορείνκες να ιδείς α γαρνό σερνικό μο θελυκό ντάμα, ήσανδε χωρίς (Δεν μπορούσες να δεις αρσενικό τράγο με θηλυκό μαζί, ήταν χωριστά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τ’ απάν’ Τσ̑ερετσ̑ή να bοίκ’νι γάμους, να μπόρεινα να πάω ήdουν (Αν έκαναν τον γάμο την άλλη Κυριακή, θα μπορούσα να πάω) Μισθ. -Φατ.
4. Στο γ' πρόσ., είναι δυνατό ή πιθανό, ίσως Μισθ., ό.π.τ. : Αν το κάψ’νε κιας το στάχτη τ’ ας κουνdήσ’νε στα γιαράγια μ’, εκτέτε μαναχό πορεί και γίγουνdαι καλά (αν το κάψουν κι αν τη στάχτη του τη ρίξουν στις πληγές μου, τότε μοναχά μπορεί να γίνουν καλ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Δου χειμό μπορεί να φύου ξανά απάν’ για λίου καιρό (τον χειμώνα μπορεί να φύγω ξανά απάνω για λίγο καιρό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Θέλω τα κοφτάδια να γενούν της ανθρωπιάς, μπορεί να έχωμ' και μισεφίρηδες (Θέλω οι κεφτέδες να γίνουν της προκοπής, μπορεί να έχουμε και επισκέπτες) Σινασσ. -Τακαδόπ.