ζινίχι
(ουσ.)
τζινίχ'
[dziˈnix]
Δίλ.
ζινίγ'
[ziˈniɣ]
Αξ.
ζινίθι
[ziˈniθi]
Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ.
ζινίθ'
[ziˈniθ]
Μαλακ., Σατ., Φλογ.
ζενίθι
[zeˈniθi]
Φάρασ.
Πληθ.
ζινίχγια
[ziˈnixʝa]
Μισθ.
ζινίθια
[ziˈniθʝa]
Μαλακ., Φλογ.
ζινία
[ziˈniia]
Μισθ.
τζινία
[dziˈnia]
Μισθ.
ζιρνίκ'
[zirˈnik]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. ζινίχι, πβ. Άλχημ. κώδ. 2.25.3 «Ἄργυρος· ὕελος· στίμμι· ζινίχια· χάνδρα· γῆ λευκῂ, καὶ τὰ ὅμοια». Για την σημ. 2 πβ. το μεταγν. ζινίχιον = λουρί παπουτσιού (πβ. Ἡσύχ. Σ (2836) σφαιρωτήρ· ζηνίχιον σανδαλίου, σκύτος, κόμμα λώρου, βλ. και LBG, Κουκουλές ΒΒΠ 4.401). Η λ. και Πόντ.
1. Γυάλινη συνήθ. χάντρα
Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σατ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ζινίθι κρεμάσκαμέν τα σου βοϊδού το τσ̑ουφάλι μη ντα κολλήσουνε φτάλμε
(Χάντρα κρεμούσαν στο κεφάλι του βοδιού για να μην ματιάζονται)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ραφί με τζινίια
(Κλωστή με περασμένες χάντρες για το μάτι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Διαβόλ' τζινίχ'
(Χάντρα του διαβόλου, μαύρη γυαλιστερή πέτρα για το γήτεμα)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Βρασ̑όλε, ζενίθε, 'πέσου στο παρχάτσι μο τα καρυδώνα τα φύα σως του Έι Παυλίτση την ορτή
(Βραχιόλια, χάντρες, μέσα στο μπακράτσι, με τα φύλλα καρυδιάς, μέχρι την εορτή του Αγ. Παύλου· από έθιμο μαντείας)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Βένετο ζενίθ'
(Γαλάζια χάντρα, για την βασκανία)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
2. Κόμπος
Φάρασ.