ζιπούνα
(ουσ. θηλ.)
ζιπούνα
[ziˈpuna]
Ανακ., Σινασσ., Τζαλ.
ζουπούνα
[zuˈpuna]
Μαλακ.
ζουbούνα
[zuˈbuna]
Ανακ., Αξ.
ζουbόνια
[zuˈboɲa]
Φλογ.
Από το ουσ. ζιπούνι και το μεγεθ. επίθμ. -α.
Εσωτερικό γυναικείο κοντό ένδυμα με βαμβακερή επένδυση ραμμένη μέσα από την φόδρα
ό.π.τ.