ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζιπούνα (ουσ. θηλ.) ζιπούνα [ziˈpuna] Ανακ., Σινασσ., Τζαλ. ζουπούνα [zuˈpuna] Μαλακ. ζουbούνα [zuˈbuna] Ανακ., Αξ. ζουbόνια [zuˈboɲa] Φλογ. Από το ουσ. ζιπούνι και το μεγεθ. επίθμ..
Εσωτερικό γυναικείο κοντό ένδυμα με βαμβακερή επένδυση ραμμένη μέσα από την φόδρα ό.π.τ.