ζίρα
(σύνδ.)
ζίρα
[ˈzira]
Αξ.
Από τον τουρκ. σύνδ. zira = επειδή, διότι.
Επειδή
:
Το σον το ντιλέκ' λίγο ζόρ' 'ναι, ζίρα εσ̑ύ το κρεύεις το κορίτσ̑', σ̑ήμερα νίγεται νύφ'
(Η δική σου επιθυμία είναι λίγο δύσκολη (στην πραγματοποίησή της), επειδή το κορίτσι που γυρεύεις παντρεύεται σήμερα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.