ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζιντάνι (ουσ. ουδ.) ζινdάνι [zinˈdani] Αφσάρ. ζινdζ̑άνι [zinˈdʒani] Φάρασ., Φκόσ. Νεότ. ουσ. ζιντάνι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. zindan = φυλακή. Ο τύπ. ζινdζ̑άνι κατ' επίδρ. του τουρκ. ουσ. sicn = φυλακή (Redhouse).
Φυλακή : || Φρ. Έν' ζιντζάνι (Είναι μπουντρούμι˙ Είναι κατασκότεινα) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ373 Συνών. μαπούσι, μαπουσλιέχι, μαπούσχανες, χαπίσι