ζιντάνι
(ουσ. ουδ.)
ζινdάνι
[zinˈdani]
Αφσάρ.
ζιντζ̑άνι
[zinˈdʒani]
Φάρασ., Φκόσ.
Νεότ. ουσ. ζιντάνι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. zindan = φυλακή. Ο τύπ. ζιντζ̑άνι κατ' επίδρ. του τουρκ. ουσ. sicn = φυλακή (Redhouse).
Φυλακή
:
|| Φρ.
Έν' ζιντζ̑άνι
(Είναι μπουντρούμι˙ είναι κατασκότεινα)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373
Συνών.
μαπούσι, μαπουσλιέχι, μαπούσχανες, χαπίσι
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025