μπουγιουρμάς
(ουσ. αρσ.)
πουγιουρμάς
[puʝurˈmas]
Φάρασ.
πουγιουρμά
[puʝurˈma]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. buyurma = διαταγή.
Διαταγή
ό.π.τ.