μπου
(αντων.)
μπου
[bu]
Αξ., κ.α., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
Από την τουρκ. αντων. bu = αυτός.
Σε συγκεκριμένες φρ., αυτός
ό.π.τ.
:
Μπου γκουν
(Αυτή την μέρα, σήμερα, τουρκ. bugün)
Φάρασ.
-Dawk.
Μπου σεφέρ
(Αυτή την φορά, τώρα, πβ. τουρκ. bu sefer)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Φέρε με μπου γκουν ντο πουλί
(Φέρε μου σήμερα το πουλί)
Φλογ.
-Dawk.
Μπου σέιλ ήρτε ϋτσ̑μπάσ̑λι ντέβ'
(Αυτή την φορά ήρθε ένας τρικέφαλος γίγαντας)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μπου σεφέρ’ γέμωσεν το φέσι τ’ νερό κι έθεκέν το κοντά τ’
(Αυτή την φορά γέμισε το φέσι του νερό και το ακούμπησε δίπλα του)
Τελμ.
-Dawk.