ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπου (αντων.) μπου [bu] Αξ., κ.α., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. Από την τουρκ. αντων. bu = αυτός.
Σε συγκεκριμένες φρ., αυτός ό.π.τ. : Μπου γκουν (Αυτή την μέρα, σήμερα, τουρκ. bugün) Φάρασ. -Dawk. Μπου σεφέρ (Αυτή την φορά, τώρα, πβ. τουρκ. bu sefer) Ουλαγ. -Κεσ. Φέρε με μπου γκουν ντο πουλί (Φέρε μου σήμερα το πουλί) Φλογ. -Dawk. Μπου σέιλ ήρτε ϋτσ̑μπάσ̑λι ντέβ' (Αυτή την φορά ήρθε ένας τρικέφαλος γίγαντας) Ουλαγ. -Dawk. Μπου σεφέρ’ γέμωσεν το φέσι τ’ νερό κι έθεκέν το κοντά τ’ (Αυτή την φορά γέμισε το φέσι του νερό και το ακούμπησε δίπλα του) Τελμ. -Dawk.