ορνιθιώνας
(ουσ. αρσ.)
ορνιθιώνας
[orniˈθçonas]
Ανακ., Φλογ.
ορνιθιώνα
[orniˈθçona]
Μαλακ., Τζαλ.
ορνιχιώνα
[orniçona]
Μισθ.
νορνιγιώνα
[norniˈʝona]
Αξ.
ορνιώνα
[orniˈona]
Αξ.
ορνιθώνας
[orniˈθonas]
Ποτάμ.
Από το ουσ. ορνίθι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Ορνιθώνας, κοτέτσι
ό.π.τ.
:
Κειόσ̑ουν το οριώνα, είχε φτείρια
(Ήταν το κοτέτσι, είχε ψείρες)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
κουμάσι, κουμασιώνα, ορνιθιά, πινελίκι
Τροποποιήθηκε: 25/08/2025