ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορνιθιώνας (ουσ. αρσ.) ορνιθιώνας [orniˈθçonas] Ανακ., Φλογ. ορνιθιώνα [orniˈθçona] Μαλακ., Τζαλ. ορνιχιώνα [orniçona] Μισθ. νορνιγιώνα [norniˈʝona] Αξ. ορνιώνα [orniˈona] Αξ. ορνιθώνας [orniˈθonas] Ποτάμ. Από το ουσ. ορνίθι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Ορνιθώνας, κοτέτσι ό.π.τ. : Κειόσ̑ουν το οριώνα, είχε φτείρια (Ήταν το κοτέτσι, είχε ψείρες) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. κουμάσι, κουμασιώνα, ορνιθιά, πινελίκι
Τροποποιήθηκε: 25/08/2025