ορνιθιώνας
(ουσ. αρσ.)
ορνιθιώνας
[orniˈθçonas]
Ανακ., Φλογ.
ορνιθιώνα
[orniˈθçona]
Μαλακ., Τζαλ.
ορνιχιώνα
[orniçona]
Μισθ.
νορνιγιώνα
[norniˈʝona]
Αξ.
ορνιώνα
[orniˈona]
Αξ.
ορνιθώνας
[orniˈθonas]
Ποτάμ.
Από το ουσ. ορνίθι και το παραγωγ. επίθ. -ώνας.