ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όρος (ουσ. ουδ.) όρος [ˈoros] Φάρασ. όρου [ˈoru] Φάρασ. ορού [oˈru] Φάρασ. Αρχ. ουσ. ὄρος.
Βουνό ό.π.τ. : Aν ορού νομάτ'ς (Ένας βουνίσιος άνθρωπος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Του όρου τα περντίτσ̑ε (του βουνού οι πέρδικες˙ οι πετροπέρδικες) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. βουνί, ρουχί