ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δάκρεμα (ουσ. ουδ.) δάκρεμα [ˈðakrema] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. δάκρυμα = δάκρυ.
Ο πρώτος μούστος που έτρεχε πριν πατήσουν τα σταφύλια, ο οποίος φυλασσόταν για το νάμα : Ντου δάκρεμα κρύβισ̑κά ντου τα γ̇ιριές (Τον πρώτο μούστο τον φύλασσαν οι γριές) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. προγύλι