δάκρεμα
(ουσ. ουδ.)
δάκρεμα
[ˈðakrema]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. δάκρυμα = δάκρυ.
Ο πρώτος μούστος που έτρεχε πριν πατήσουν τα σταφύλια, ο οποίος φυλασσόταν για το νάμα
:
Ντου δάκρεμα κρύβισ̑κά ντου τα γ̇ιριές
(Τον πρώτο μούστο τον φύλασσαν οι γριές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
προγύλι