δεβοσυνούτικος
(επίθ.)
δεβοσυνούτικο
[ðevosiˈnutiko]
Φάρασ.
Από το ουσ. δεβοσύνη και το παραγωγ. επίθμ. -ούτικος (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διαβολουνούτικος).
1. Διαβολικός, πανούργος
Συνών.
δεβοσυνάτης, διαβολικός
2. Ακατανόητος, μυστηριώδης