ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεκανίκι (ουσ.) δικανίκι [ðikaˈnici] Σινασσ. δεκανίκ' [ðekaˈnik] Γούρδ., Μαλακ., Φερτάκ., Φλογ. ντεκανίκ' [dekaˈnik] Αραβαν., Ουλαγ. Αρσ. ντεκανίκος [dekaˈnikos] Αραβαν. δεκενίκος [ðeceˈnikos] Αραβαν. Θηλ. τσ̑οκανίκα [tʃokaˈnika] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. δεκανίκιν.
Δεκανίκι ό.π.τ. : || Φρ. Ηύρες χωριό χωρίς σ̑κυλιά και κλώρεις χωρίς ντεκανίκ' (Βρήκες χωριό χωρίς σκυλιά και τριγυρνάς χωρίς δεκανίκι˙ Γι' αυτούς που κάνουν ό,τι θέλουν ελλείψει φοβήτρου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.