δεκανίκι
(ουσ.)
δικανίκι
[ðikaˈnici]
Σινασσ.
δεκανίκ'
[ðekaˈnik]
Γούρδ., Μαλακ., Φερτάκ., Φλογ.
ντεκανίκ'
[dekaˈnik]
Αραβαν., Ουλαγ.
Αρσ.
ντεκανίκος
[dekaˈnikos]
Αραβαν.
δεκενίκος
[ðeceˈnikos]
Αραβαν.
Θηλ.
τσ̑οκανίκα
[tʃokaˈnika]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. δεκανίκιν.
Δεκανίκι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ηύρες χωριό χωρίς σ̑κυλιά και κλώρεις χωρίς ντεκανίκ'
(Βρήκες χωριό χωρίς σκυλιά και τριγυρνάς χωρίς δεκανίκι˙ Γι' αυτούς που κάνουν ό,τι θέλουν ελλείψει φοβήτρου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.