ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δέκα (αριθμ.) δέκα [ˈðeka] Αξ., Γούρδ., Τελμ., Τσουχούρ., Φκόσ. ντέκα [ˈdeka] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ. ντέκ-κα [ˈdekka] Αξ. ρέκα [ˈreka] Σίλ. Από το αρχ. αριθμ. δέκα.
Δέκα ό.π.τ. : Άμε εδά σ̑η ναίκα και έπαρ' δέκα παραδιού ντερί και δέκα παραδιού ψωμί (Πήγαινε εκεί στην γυναίκα και πάρε δέκα παράδες τυρί και δέκα παράδες ψωμί) Τελμ. -Dawk. Ντέκα χιλιάγες (Δέκα χιλιάδες) Αξ. -Μαυροχ. Έντειξε τα ντέκα τ' τα νταχτσ̑ύλια τ' (Έδειξε τα δέκα του τα δάχτυλά του) Αραβαν. -Dawk. Ρών̑-ν̑ει χερτέναν ντους οπ' ρέκα σ̑ιλιάρας γρούσ̑α (Δίνει στον καθένα τους από δέκα χιλιάδες γρόσια) Σίλ. -Dawk. Ασ' τα ντέκ-κα ημέρες ύστερα γαρσ̑ού τ'νε έρεται 'να γιολτζ̑ής (Δέκα μέρες αργότερα συναντούν έναν ταξιδιώτη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντέκα χρόνους σου γουρμπέτ' τάφ'σα ζαχμάτ' (Δέκα χρόνους στην ξενιτιά τράβηξα βάσανα) Τσαρικ. -Καραλ. || Ασμ. Πέντε φιλά το μαύρο του και δέκα την καλή του ( Πέντε φορές φιλά τον μαύρο του και δέκα την καλή του) -Lag.