δέκα
(αριθμ.)
δέκα
[ˈðeka]
Αξ., Γούρδ., Τελμ., Τσουχούρ., Φκόσ.
ντέκα
[ˈdeka]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ.
ντέκ-κα
[ˈdekka]
Αξ.
ρέκα
[ˈreka]
Σίλ.
Από το αρχ. αριθμ. δέκα.
Δέκα
ό.π.τ.
:
Άμε εδά σ̑η ναίκα και έπαρ' δέκα παραδιού ντερί και δέκα παραδιού ψωμί
(Πήγαινε εκεί στην γυναίκα και πάρε δέκα παράδες τυρί και δέκα παράδες ψωμί)
Τελμ.
-Dawk.
Ντέκα χιλιάγες
(Δέκα χιλιάδες)
Αξ.
-Μαυροχ.
Έντειξε τα ντέκα τ' τα νταχτσ̑ύλια τ'
(Έδειξε τα δέκα του τα δάχτυλά του)
Αραβαν.
-Dawk.
Ρών̑-ν̑ει χερτέναν ντους οπ' ρέκα σ̑ιλιάρας γρούσ̑α
(Δίνει στον καθένα τους από δέκα χιλιάδες γρόσια)
Σίλ.
-Dawk.
Ασ' τα ντέκ-κα ημέρες ύστερα γαρσ̑ού τ'νε έρεται 'να γιολτζ̑ής
(Δέκα μέρες αργότερα συναντούν έναν ταξιδιώτη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντέκα χρόνους σου γουρμπέτ' τάφ'σα ζαχμάτ'
(Δέκα χρόνους στην ξενιτιά τράβηξα βάσανα)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Ασμ.
Πέντε φιλά το μαύρο του και δέκα την καλή του
( Πέντε φορές φιλά τον μαύρο του και δέκα την καλή του)
-Lag.