ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παπάς (ουσ. αρσ.) παπάς [paˈpas] Καππ. παάς [paˈas] Μισθ. Γεν. παπαδιού [papaˈðʝu] Αξ., Φλογ. παπαγιού [papaˈʝu] Αξ. Πληθ. παπάδοι [paˈpaði] Μαλακ., Φάρασ. παπάροι [paˈpari] Σίλ. παπάοι [paʹpai] Τσαρικ. παπάδε [paˈpaðe] Φλογ. παπάγε [paˈpaʝe] Αξ. παπάζγια [paˈpazʝa] Αξ. Γεν. Πληθ. παπάγεζγιου [paˈpaʝezʝu] Αξ. Από το μεταγν. ουσ. παπάς = τιμητικός τίτλος ιερέων (< αρχ. πάππας =μπαμπάς). Ο τύπ. πληθ. παπάδοι με βάση τα ουσ. σε -ος. Πβ. τουρκ. ουσ. papaz ως δάν. από την ελλ.
Παπάς, ορθόδοξος ιερέας ό.π.τ. : Παπάς κάθ΄ Τσερετσή βγάλ΄ λόγους σ’ νεκκλησ̑ά (Ο παπάς κάθε Κυριακή βγάζει λόγο στην εκκλησία) Μισθ. -Κοτσαν. Το ‘μον ο τατάς ήτουν παπάς τζαι 'γώ κοντά του ήμουν ψάλτης (Ο πατέρας μου ήταν παπάς κι εγώ δίπλα του ήμουν ψάλτης) Σατ. -Παπαδ. Παπάδε με τον κόσμο ντάμα βγαίν'νε ας νεκκλησ̑ά να έρτουν qαμπρού το σπίτ' (Οι παπάδες μαζί με τον κόσμο βγαίνουνε από την εκκλησία για να έρθουν στο σπίτι του γαμπρού) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Οι παπάδοι τσ̑αλισ̑ένκαν υπερωρία, χαθούτουν ο κόσμος πολύ (Οι παπάδες δούλευαν υπερωρίες, χανόταν, πέθαινε πολύς κόσμος) Φάρασ. -VLACH Παά, χάσα ντου κ̇ιλειδί μ’ (Παπά, έχασα το κλειδί μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Τρεις παπάδες (Η ουρά του αστερισμού της Μεγ. Άρκτου) Καρατζάβ. -ΚΜΣ-ΚΠ234 Συνών. δάσκαλος :2