ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παπαδικός (επίθ.) Θηλ. παπαδική η [papaðiˈci] Μαλακ. Ουδ. Πληθ. παπαδικά τα [papaðiˈka] Φλογ. Από το μεσν. επίθ. παπαδικός. Η ουσιαστικοπ. του ουδ. πληθ. με σημ. ‘τα ράσα του ιερέα' ήδη μεσν.
Ως ουσ., ετήσιο ποσό που δίδεται από τους ενορίτες προς τον ιερέα ως αμοιβή ό.π.τ.