παπαδικός
(επίθ.)
Θηλ.
παπαδική η
[papaðiˈci]
Μαλακ.
Ουδ. Πληθ.
παπαδικά τα
[papaðiˈka]
Φλογ.
Από το μεσν. επίθ. παπαδικός. Η ουσιαστικοπ. του ουδ. πληθ. με σημ. ‘τα ράσα του ιερέα' ήδη μεσν.
Ως ουσ., ετήσιο ποσό που δίδεται από τους ενορίτες προς τον ιερέα ως αμοιβή
ό.π.τ.