ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παντσάς (ουσ. αρσ.) π͑αντσ̑άς [pʰan'tʃas] Φάρασ. π͑α̈ντσ̑α̈́ς [pʰæn'tʃæs] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. pençe (< περσ. pance) = α) πόδι ζώου β) χέρι γ) σόλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. pança = χούφτα.
1. Χούφτα Φάρασ. : Kουρούκα μας ήφαρε μες αμ παντσ̑ά λίρες (Η αδελφή μας μας έφερε μία χούφτα χρυσές λίρες) Φάρασ. -Dawk. Συνών. δράκα, χούφτα
2. Σόλα ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025