παντσάς
(ουσ. αρσ.)
παντσ̑άς
[pan'tʃas]
Φάρασ.
π͑αντσ̑άς
[pʰan'tʃas]
Φάρασ.
π͑α̈ντσ̑α̈́ς
[pʰæn'tʃæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. pençe (< περσ. pance) = α) πόδι ζώου β) χέρι γ) σόλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. pança = χούφτα. Πβ. και περσ. panca = χούφτα (Tietze 2018: λ. pança/pançak και pençe I, pençe II, τα οποία είναι ομόρριζα).
1. Χούφτα
Φάρασ.
:
Kουρούκα μας ήφαρε μες αμ παντσ̑ά λίρες
(η αδελφή μας μας έφερε μία χούφτα χρυσές λίρες)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
χούφτα
2. Σόλα
ό.π.τ.