παντσάς
(ουσ. αρσ.)
π͑αντσ̑άς
[pʰan'tʃas]
Φάρασ.
π͑α̈ντσ̑α̈́ς
[pʰæn'tʃæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. pençe (< περσ. pance) = α) πόδι ζώου β) χέρι γ) σόλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. pança = χούφτα.
2. Σόλα
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025