ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πανκανότα (ουσ. θηλ.) πανκανότα [pankaˈnota] Σινασσ. Πληθ. παγκανότες [paŋgaʹnotes] Τσαρικ., Φλογ. παγκανότια [paŋgaʹnotça] Μισθ., Φλογ. Ουδ. παγκανότι [paŋgaʹnoti] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. bankınot, όπου και διαλεκτ. τύπ. pankanot (< γαλλ. banquenote < αγγλ. banknote) = α) τραπεζογραμμάτιο β) λίρα (Tietze 2016, λ. bankınot, THADS, λ. pankanot).
Παλαιό τουρκικό νόμισμα, χάρτινη λίρα αξίας 100 γροσίων ό.π.τ. : Μας κύρεψε από 50 παγκανότες (Μας ζήτησε από 50 λίρες) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Αν δώκεις τα 50 παγκανότια να βγεις, αν κι δεν τα δώκεις, εδώ καπαλού θα σταθείς (Αν δώσεις τις 50 λίρες θα βγεις, αν δεν τις δώσεις, θα μείνεις εδώ κλειδωμένος) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Δώκαμ' το εφτά παγκανότες, φύλαξα μας (Του δώσαμε, ενν. του Τούρκου, εφτά λίρες, μας φύλαξαν) Τσαρικ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025