πάντονα
(αντων.)
πάνdονα
[ˈpandona]
Φλογ.
πανdόνα
[panˈdona]
Αξ., Τροχ.
Από την αντων. παν και το αριθμ. ένας, όπου και τύπ. τὄνα (βλ. λ. ένας μία ένα 1α). Πβ. και το μεσν. πασαένας.
Καθένας
ό.π.τ.
:
Έθηκαν πάντονα ένα Τούρκου όνομα
(Έδιναν στον καθένα ένα τούρκικο όνομα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Και τ' τζαdίσα με τ' κόρη τ' ντένουν ντα πανdόνα απ' ένα γατιριού τ͑ουράγια
(Και τη γριά μάγισσα με την κόρη της τις δένουν την καθεμιά σε μία ουρά μουλαριού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Καχόσουμεστε ’ς ένα τραπέζ’ πένd’-έξ’ άτομα και λέισ̑καμ’ πανdόνα τη γνώμη τ’
(Καθόμασταν σ' ένα τραπέζι και λέγαμε ο καθένας την γνώμη του)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
καθαένας, παν, χέρκες