πανιώνας
(επίθ.)
πανιώνας
[paˈɲonas]
Μαλακ.
Από το ουσ. πανί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πάνινος, υφασμάτινος
Συνών.
τσαπουτώνα