παντουρμά
(ουσ. ουδ.)
πανdι̂ρμά
[pandɯrˈma]
Αραβαν.
Πληθ.
πανdουρμάδια
[pandurˈmaðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. bandırma = είδος γλυκού υπό μορφή σουτζουκιού από μουσταλευριά και καρύδια, όπου και διαλεκτ. τύπ. bandurma.