παντουρμά
(ουσ. ουδ.)
πανdι̂ρμά
[pandɯrˈma]
Αραβαν.
παντρουμάς
[pandruʹmas]
Σινασσ.
Πληθ.
πανdουρμάδια
[pandurˈmaðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. bandırma, όπου και διαλεκτ. τύπ. bandurma = είδος γλυκού υπό μορφή σουτζουκιού από μουσταλευριά και καρύδια.
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025