ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πανώφορος (ουσ. αρσ.) πανώφορος [paˈnoforos] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ἐπανώφορον = ανήφορος, πβ. Διγ. Esc. 71 «Διέλθατε τὸ ἐπανώφορον, <εὑρήσετε> ρυάκιν», το οπ. από το μεταγν. επίθ. ἀνώφορον με επίδρ. του επιρρ. (ἐ)πάνω.
Ανήφορος Συνών. ανήφορος, γιοκούσι, μπαγίρι