ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαμαλαΐζω (ρ.) γαμαλαΐζου [ɣamalaˈizu] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. kamalamak = μαχαιρώνω.
Μαχαιρώνω, διατρυπώ με αιχμηρό όπλο : Πήριν πάππου μ' απ' τα χέρια τ' ντου ντιουφάν', γαμαλάτ'σιν ντ’ αξιωματικό (Πήρε ο παππούς μου από τα χέρια του το τουφέκι, διατρύπησε τον αξιωματικό με την ξιφολόγχη) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σήκουσι ντου γαμά να γαμαλαΐσ' ντου Τούρκου (Σήκωσε το μαχαίρι να μαχαιρώσει τον Τούρκο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. μαχαιρώνω