γαμαλαΐζω
(ρ.)
γαμαλαΐζου
[ɣamalaˈizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kamalamak = μαχαιρώνω.
Μαχαιρώνω, διατρυπώ με αιχμηρό όπλο
:
Πήριν πάππου μ' απ' τα χέρια τ' ντου ντιουφάν', γαμαλάτ'σιν ντ’ αξιωματικό
(Πήρε ο παππούς μου από τα χέρια του το τουφέκι, διατρύπησε τον αξιωματικό με την ξιφολόγχη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σήκουσι ντου γαμά να γαμαλαΐσ' ντου Τούρκου
(Σήκωσε το μαχαίρι να μαχαιρώσει τον Τούρκο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
μαχαιρώνω