γαμισλίχι
(ουσ. ουδ.)
γαμισ̑λίχ̇ι
[ɣamiˈʃlixi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kamışlık = καλαμιώνας.
Kαλαμιώνας
Τροποποιήθηκε: 11/08/2025