ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαμώ (ρ.) γαμώ [ɣaˈmo] Ανακ., Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ. Αόρ. γάμ'σα [ˈɣamsa] Μισθ. καμώ [kaˈmo] Φλογ. Aπό το αρχ. ρ. γαμέω -ῶ = παντρεύομαι. Κατά τον Κωστάκη (1977: 367), το ρ. και ιδίως η χρήση του ως ύβρις ήταν σχεδόν άγνωστη σε άλλα χωριά της Καππ. πλην του Μισθ., όπου είχε πρόσφατα εισαχθεί λόγω επαφής με την Κοινή ΝΕ, και όπου ήταν ιδιαίτερα συχνό.
1. Γαμώ, συνουσιάζομαι ό.π.τ. : Ότις γαμ'σιν χτήνου να περνάσ' απ' ιτά τύρα· ότις γάμ'σιν γαϊdούρ', να περνάσ' απ' τ' άλλου (Όποιος γάμησε αγελάδα να περάσει από αυτή την πόρτα· όποιος γάμησε γαϊδούρι να περάσει από την άλλη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ικεί σον κόσμο, λε, ας καμώ τ' πεθεράς σ' το μουνί, κι εδώ σον κόσμο το σό (Στον άλλο κόσμο, λέει, ας γαμώ το μουνί της πεθεράς σου, και σ' αυτόν τον κόσμο το δικό σου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ορθώνω
2. Γαμώ, εν χρήσει σε ύβρεις και βωμολοχίες ό.π.τ. : Γαμώ του βα σ' ντου 'φτσ̑ί (Γαμώ του πατέρα σου το αφτί· ύβρις) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γαμώ ντου λόρου σου (Γαμώ το σπέρμα σου· ύβρις) -Κωστ.Μ. Όπ' να σι γαμήσ' ντου μαύρου ντου γαϊdούρ' (Ω που να σε γαμήσει το μαύρο το γαϊδούρι· ύβρις) Μισθ. -Φατ. Γαμώ τον σιξιλέ σου (Γαμώ το σόι σου· ύβρις) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Τέτοια πράγμαδα δέν είχαμ' βρε γαμώ την πίστη μ' (Τέτοια πράγματα δεν είχαμε, γαμώ την πίστη μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μπαστουρμά δου γαμημένου αλυκό 'νι (Ο γαμημένος, δηλ. ο καταραμένος, ο παστουρμάς είναι αλμυρός) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Να γαμώ ντου φσ̑άχι τ'! (Να γαμήσω το παιδί του!˙ Έκφραση έκπληξης) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ορθώνω