γαμπρός
(ουσ. αρσ.)
γαμbρός
[ɣamˈbros]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
qαμbρός
[qamˈbros]
Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
καμbρό
[kamˈbro]
Ανακ., Φλογ.
γκαμbρός
[gamˈbros]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
γάμbους
[ˈɣambus]
Σεμέντρ.
Από το αρχ. ουσ. γαμβρός. Ο τύπ. γαμπρός μεσν. Για τον τύπ. γάμboυς βλ. Dawkins (1916: 69)· πιθ. να αφορά τύπ. του ουσ. γάμος.
1. Γαμπρός, ο άνδρας νυμφευόμενος κατά την τελετή του γάμου
Καππ.
:
Γαμbρός έπεσε σο ποτάμ'
(Ο γαμπρός έπεσε στο ποτάμι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Σωροφτάτ' να φορώσουμ' ντου γαμbρό νου ποιάσουμ' 'ς νεκκλησ̑ά
(Μαζευτείτε να ντύσουμε το γαμπρό να τον πάμε στην εκκλησία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άιντι, τις να είπει καμbρού ντου τραγώι;
(Άντε, ποιος θα πει το τραγούδι του γαμπρού;)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
qαμπρού το ταράφ' παίνισ̑κεν σο Νεβσ̑εχίρ
(Το σόι του γαμπρού πήγαινε στην Νεάπολη, ενν. για ψώνια του γάμου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σου γάμους χέκουμ' 'ς γαμπροϊού τ' ράχ' πεσκίρ'
(Στους γάμους βάζουμε στην ράχη του γαμπρού πετσέτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να σι ζήσ̑’νι, να 'α καμαρώεις τσ̑ι γαμπροί
(Να σου ζήσουνε, να τα καμαρώσεις και γαμπρούς ευχή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Παίνιξι γαμπρός μι ντα όργανα, παίριξι ντου κουμπάρο απ' ντου σπίτ'
(Πήγαινε ο γαμπρός με τα όργανα, έπαιρνε τον κουμπάρο από το σπίτι του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τζ̑ο θωρείνκιν ντα ο γαμbρός τη νύφη του, ήταν σ̑επασμένη
(Δεν έβλεπε ο γαμπρός την νύφη, ήταν σκεπασμένη)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Ασμ.
Προσ̑κύνα, γαμπρέ μ', προσ̑κύνα
(Προσκύνα εθιμικά γαμπρέ μου, προσκύνα (γαμήλιο άσμ.))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Θυμήθηκα τα νιάτα μου, τη μαύρη μου τη ναίκα,
οπού ήμουν δύο μερ'νώ γαμbρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος (Θυμήθηκα τα νιάτα μου, την δύσμοιρή μου γυναίκα,
που ήμουνα δύο ημερών γαμπρός, και είμαι δώδεκα χρόνια σκλάβος) Σινασσ. -Lag.
οπού ήμουν δύο μερ'νώ γαμbρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος (Θυμήθηκα τα νιάτα μου, την δύσμοιρή μου γυναίκα,
που ήμουνα δύο ημερών γαμπρός, και είμαι δώδεκα χρόνια σκλάβος) Σινασσ. -Lag.
2. Γαμπρός, ο σύζυγος της θυγατέρας ή αδελφής
Καππ.
:
'ενότουνε ο γαμbρός του βασιλός
(Έγινε γαμπρός του βασιλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Όποιος να το γελάσ̑' ετό το κορίτσ̑', να το ποίκω qαμbρό
(Όποιος το κάνει να γελάσει αυτό το κορίτσι, θα τον κάνω γαμπρό μου)
Σίλατ.
-Dawk.
Νταρά γαμbρό σ' τσ̑είδι στο Δημόσιο;
(Τώρα ο γαμπρός σου είναι στο Δημόσιο;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γαμbρό μ' τσ̑όουν 'ς ασκιαριά
(O γαμπρός μου ήταν στο στρατό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ένιστε