γαμαδόκκο
(ουσ. ουδ.)
γαμαδόκκο
[ɣamaˈðoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. κάμα, όπου και τύπ. γαμάς (θ. πληθ. γαμαδ-) και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Πβ.
κάμα
Μικρό δίκοπο μαχαίρι