γαμισόκκο
(ουσ. ουδ.)
γαμισ̑όκ-κο
[ɣamiˈʃokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. καμίσι, όπου και τύπ. γαμίσ̑ι, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Πβ.
καμίσι
Καλαμάκι