γαναακχέρης
(επίθ.)
γανααχκ͑έρ’
[ɣanaaxˈkʰer]
Φάρασ.
γανααχκ͑α̈́ρ’
[ɣanaaxˈkʰær]
Αφσάρ.
Θηλ.
γανααχκ͑ερτ͑σα
[ɣanaaxˈkʰertʰsa]
Φάρασ.
γανααχκ͑α̈́ρτ͑σα
[ɣanaaxˈkʰærtʰsa]
Αφσάρ.
Ουδ.
γανααχκ͑έρι
[ɣanaaxˈkʰeri]
Φάρασ.
γανααχκ͑α̈́ρι
[ɣanaaxˈkʰæri]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. kanaatkâr= ολιγαρκής.
Ολιγαρκής
ό.π.τ.