τσαρπιλτίζω
(ρ.)
τσ̑αρπιλτίζω
[tʃarpil'tizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. çarpıtmak = α) παραμορφώνω β) παρεκκλίνω.
Σκεβρώνω
:
|| Φρ.
Ω π' να τσ̑αρπιλτείς!
(Ω που να σκεβρώσεις!˙ Κατάρα)