τσαρσιτζής
(ουσ. αρσ.)
τσαρσιτζής
[tsarsiˈdzis]
Τσελτ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çerçici = γυρολόγος, μικροπωλητής, όπου και τύπ. çaçici (THADS 3, λ. çerçici, çâçici).
Γυρολόγος