ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τώρα (επίρρ.) τώρα [ˈtora] Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ. Μεσν. επίρρ. τώρα (< αρχ. τῇ ὥρᾳ).
Τώρα, αυτή τη χρονική στιγμή ό.π.τ. : Τρώμ’ τσι τώρα, κρατούμ’ τσι ντου χειμώνα (τρώμε (ενν. το γιαούρτι) τώρα, κρατάμε και για τον χειμώνα ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τώρα ζοριζιέμι (τώρα δυσκολεύομαι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Θα κατέβει κι ο φέγγος τώρα (θα κατέβει το φεγγάρι τώρα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αντά :2, αρέ, αρέτσα, εδαρέ, καινούργια