ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυχερός (επίθ.) τυχερός [tiçeˈros] Σινασσ. τυσερός [tiseˈros] Σινασσ. Μεσν. επίθ. τυχερός, το οπ. από αρχ. τυχηρός.
1. Ο τυχερός ό.π.τ.
2. Το ουδ. πληθ. ως ουσ, τα τυχερά, η πρόσθετη αμοιβή των ιερέων από διάφορα μυστήρια πέραν του τακτικού τους μισθού Σινασσ.