τυχερός
(επίθ.)
τυχερός
[tiçeˈros]
Σινασσ.
τυσ̑ερός
[tiʃeˈros]
Σινασσ.
Μεσν. επίθ. τυχερός, το οπ. από αρχ. τυχηρός.
2. Το ουδ. πληθ. ως ουσ, τα τυχερά, η πρόσθετη αμοιβή των ιερέων από διάφορα μυστήρια πέραν του τακτικού τους μισθού
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025