τυχερός
(επίθ.)
τυχερός
[tiçeˈros]
Σινασσ.
τυσερός
[tiseˈros]
Σινασσ.
Μεσν. επίθ. τυχερός, το οπ. από αρχ. τυχηρός.
1. Ο τυχερός
ό.π.τ.
2. Το ουδ. πληθ. ως ουσ, τα τυχερά, η πρόσθετη αμοιβή των ιερέων από διάφορα μυστήρια πέραν του τακτικού τους μισθού
Σινασσ.