τυφλόμυγα
(ουσ. θηλ.)
τσ̑υφλόμουγια
[tʃiˈflomuʝa]
Αραβαν.
Από το επίθ. τυφλός, όπου και τύπ. τσ̑υφλός και το ουσ. μύγα, όπου και τύπ. μούγια. Πβ. αρχ. χαλκῆ μυῖα = τυφλόμυγα.
Το παιχνίδι τυφλόμυγα
Συνών.
κιόρεμπε, μουλλώτικος :1, τσιμαντόζ
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025