τυφλόμυγα
(ουσ. θηλ.)
τυφλόμυγα
[tiˈflomiɣa]
Ποτάμ.
τσ̑υφλόμουγια
[tʃiˈflomuʝa]
Αραβαν.
Από το επίθ. τυφλός, όπου και τύπ. τσ̑υφλός και το ουσ. μύγα, όπου και τύπ. μούγια. Πβ. αρχ. χαλκῆ μυῖα = τυφλόμυγα.
Το παιχνίδι τυφλόμυγα