ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυχαινεύω (ρ.) Αόρ. γ' Εν. τυχαίνιψι [tiˈçenipsi] Μισθ. Από μεταπλ. του μεσν. ρ. τυχαίνω < αρχ. τυγχάνω, κατά τα ρ. σε -εύω.
Έγινε κατά τύχη, έτυχε : Ξέρω 'γώ, τυχαίνιψι (Ξέρω εγώ, έτυχε) Μισθ. -Κωστ.Μ.