τυχαινεύω
(ρ.)
Αόρ. γ' Εν.
τυχαίνιψι
[tiˈçenipsi]
Μισθ.
Από μεταπλ. του μεσν. ρ. τυχαίνω < αρχ. τυγχάνω, κατά τα ρ. σε -εύω.
Έγινε κατά τύχη, έτυχε
:
Ξέρω 'γώ, τυχαίνιψι
(Ξέρω εγώ, έτυχε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.