ξιβούνι
(ουσ. ουδ.)
ξ̑ιβούν'
[kʃiˈvun]
Αξ., Τροχ.
ξίβουινι
[ˈksivuini]
Ανακ.
Αγν. ετύμ. Όχι απίθανη η σύνδεση με το τοπων. Ξυβούνι (< *οξύβουνον· κορυφή λόφου στην περιοχή της Σινασσού)· πιθανή και η ετυμολόγηση από *εξωβούνι.
Yπόγεια δίοδος εξόδου ή διασύνδεσης κελλαριών
ό.π.τ.
:
Σοκούλντα σο ξ̑ιβούν’
(Χώσου στο λαγούμι)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Από ξιβούν' σο ξιβούν' πας σε άλλο κελλέρ'
(Από ξεβούνι σε ξεβούνι πας σε άλλο υπόγειο κελλάρι)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Ασ’ το ξ̑ιβούν’ σε κοβαλάτ’σαν;
(Από το ξεβούνι σε κουβάλησαν;˙ τα ρούχα σου είναι λερωμένα με χώματα)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289