ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξιβούνι (ουσ. ουδ.) ξ̑ιβούν' [kʃiˈvun] Αξ., Τροχ. ξίβουινι [ˈksivuini] Ανακ. Πιθ. από το ουσ. ἐξωβούνι > ξωβούνι > ξεβούνι που απαντά σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. Λιγότερο πιθ. η σύνδεση με το τοπων. Ξυβούνι (< *οξύβουνον· κορυφή λόφου στην περιοχή της Σινασσού).
Yπόγεια δίοδος εξόδου ή διασύνδεσης κελλαριών ό.π.τ. : Σοκούλντα σο ξ̑ιβούν’ (Χώσου στο λαγούμι) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Από ξιβούν' σο ξιβούν' πας σε άλλο κελλέρ' (Από ξεβούνι σε ξεβούνι πας σε άλλο υπόγειο κελλάρι) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Ασ’ το κελλέρ’ μας σαγίλτσεν σο ξιβούν’ μέσα και πήγεν θείας μου Βαγιάνης το κελλέρ’, κι απ΄ εκεί σαγίλτσεν πάλι σο ξιβούν’ μέσα και βγήκεν σο Καρακίζας το κελλέρ’ (Από το υπόγειό μας ξεγλίστρισε μέσα στο λαγούμι και πήγε στο υπόγειο της θειάς μου της Βαγιάνης, κι από εκεί γλίστρισε πάλι μέσα στο λαγούμι και βγήκε στο υπόγειο της Καρακίζας) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Ασ’ το ξ̑ιβούν’ σε κοβαλάτ’σαν; (Από το ξεβούνι σε κουβάλησαν;˙ τα ρούχα σου είναι λερωμένα με χώματα) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289
Τροποποιήθηκε: 16/06/2025