ξιβίντιρι
(ουσ. ουδ.)
ξ̑ιβίνdιρ'
[kʃiˈvindir]
Αξ.
τσιβίνd'ρι
[tsiˈvindri]
Μισθ.
τσιβίνd'ρικου
[tsiˈvindriku]
Μισθ.
τσ̑ιβινd'ρίκκου
[tʃivinˈdriku]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. üvendire = βουκέντρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. vendire, το οπ. από το μεσν. βουκέντρι (< μεταγν. βούκεντρον). Το αρκτ. ξ- πιθ. από το ουτς = μύτη, άκρη. Εσφαλμένη η ερμηνεία των Μαυροχαλυβίδη και Κεσίσογλου (1960: 10) από αμάρτ. οξυβουκέντρι. Οι τύποι -κου με την προσθήκη των επιθμ. -ικος, -ίκκο.
1. Η μύτη της βουκέντρας
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Είν' τζι ντου φουτσ̑ενdίρι σ' τσιβίνd'ρι ντο καλέμι
Είν' τζι ντα βόγια σου Πανάγιας ντα πουλίdζα (Είναι και το κεντρί της βουκέντρας το καλαμάρι σου,
είναι και τα βόδια σου τα πουλάκια που τα προστατεύει η Παναγιά
(κάλαντα, με τον Άη Βασίλη γεωργό) ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. μιζράχι
Είν' τζι ντα βόγια σου Πανάγιας ντα πουλίdζα (Είναι και το κεντρί της βουκέντρας το καλαμάρι σου,
είναι και τα βόδια σου τα πουλάκια που τα προστατεύει η Παναγιά
(κάλαντα, με τον Άη Βασίλη γεωργό) ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. μιζράχι
2. Συνεκδ., βουκέντρα
Μισθ.
:
Τσ̑ένdα του μι του τσ̑ιβινd'ρίκκου να πάει μπέρτσα
(Τσίγκλα το με την βουκέντρα να πάει γρήγορα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 826
Συνών.
βουκέντρι :1