ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιναχτής (ουσ. αρσ.) τσιναχτσής [tsinaxˈtsis] Γούρδ. τσ̑ιναχτσ̑ής [tʃinaxˈtʃis] Αραβαν. ναχτή [naˈxti] Φερτάκ. Από το νεότ. ουσ. τινακτής = αυτός που ταράζει, το οπ. από το αορ. θ. του ρ. τινάζω κα το παραγωγ. επίθμ. -τής, βλ. μεσν. ουσ. τινάκτρια = α) αυτή που τινάζει β) αυτή που ταράζει, πβ. Καλλικλ. «τὴν τινάκτριαν ζάλην. Για την σημ. πβ. και ουσ. τίναγμα με τις διαλεκτ. σημ. ‘α) πυρετός β) επιληψία’ (Θάσος) και ρ. τινάζω με την διαλεκτ. σημ. ‘έχω ρίγος συνήθως λόγω πυρετού’ (Κρήτη, Σίφνος, Κως).
Πυρετός ό.π.τ. : Έπιασε με τσ̑ιναχτσ̑ής (Με έπιασε πυρετός) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. εστία