τιμαρτζής
(ουσ. αρσ.)
τιμαρτζής
[timarˈdzis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. tımarcı = ιπποκόμος.
Αυτός που περιποιείται τα άλογα
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025