τινγέλημα
(ουσ. ουδ.)
τινγέλ’μα
[tiˈnʝelma]
Φάρασ.
Από το ρ. ντιγκελντίζω, όπου και τύπ. τινγελίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ορθοστασία
Φάρασ.