τιμιόξυλο
(ουσ. ουδ.)
τιμιόξυλο
[tiˈmɲoksilo]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ.
τ͑ιμιόξ̑υλο
[tʰiˈmɲokʃilo]
Αξ.
Από την πρώιμ. μεσν. φρ. τίμιον ξύλον.
Το Τίμιο Ξύλο από τον Σταυρό του Χριστού
ό.π.τ.