ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιλισίμι (ουσ.) τιλισίμι [tiliˈsimi] Φάρασ. τ͑ιλισίμι [tʰiliˈsimi] Αφσάρ. τι̂λι̂σι̂́μ' [tɯlɯˈsɯm] Αξ., Αραβαν., Ποτάμ. τιλισίμε [tiliˈsime] Φάρασ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. tılısm (< αραβ. ṭilasm) = α) μαγική δύναμη με τρομερό αποτέλεσμα (βλ. Salih & Ahmet 2013: 609) β) νεότ. φυλαχτό, το οπ. από το μεσν. ουσ. τέλεσμα = α) θαύμα πραγματοποιούμενο από δαίμονες ή με μαγεία β) φυλαχτό κατά των σκορπιών, των κουνουπιών ή των πλημμυρών. Πβ. τουρκ. tılsım = α) φυλαχτό β) ξόρκι.
1. Μαγική δύναμη Αξ., Ποτάμ., Φάρασ. : Ένι το τιλισίμι μου· ερ να σε τα ειπώ, 'αν τα χάσω (Είναι η μυστική μου δύναμη· αν σου το πω, θα την χάσω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Του ραβντού σου το τιλισίμε μπώτς ένι; (Η μαγική δύναμη του ραβδιού σου ποια είναι;) Φάρασ. -Dawk.
2. Μαγικό φίλτρο ή ξόρκι Αραβαν. : Έπεσε και το ικινdζ̑ί τι̂λι̂σι̂́μ' απαπάνω τ' και ντεμ bόρεινε νε φύγ̑' (Έπεσε και το δεύτερο μαγικό φίλτρο από πάνω του και δεν μπορούσε να ξεφύγει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
3. Φυλαχτό Αφσάρ., Φάρασ. Συνών. μουσκά, φυλαχτήρι, Πβ. χαϊμαλί